Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

Περιβαλλοντική εκπαίδευση και νησιωτικότητα

Του Απόστολου Χατζηπαρασκευαίδη

1.Η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης

Η  καθιέρωση και εξάπλωση του όρου «βιώσιμη ανάπτυξη» σε διεθνές επίπεδο έγινε μέσω της δημοσιοποίησης της έκθεσης που συνέταξε η Επιτροπή  για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (World Commission on Environment and Development-WCED),  υπό την προεδρία της τότε πρωθυπουργού της Νορβηγίας Bro Harlem Brutland, με τίτλο « Το κοινό μας μέλλον». Η έκθεση συνεισφέρει με ρεαλιστικές και καινοτόμες προτάσεις στην υπέρβαση της αντίθεσης περιβαλλοντικής διατήρησης και οικονομικής ανάπτυξης. Ορίζει ως βιώσιμη ανάπτυξη αυτή που «ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να στερεί το δικαίωμα των μελλοντικών γενιών να  ικανοποιήσουν τις  δικές τους ανάγκες» (WCED, 1988,43),συμπληρώνοντας ότι «η βιώσιμη ανάπτυξη απαιτεί να καλύπτονται οι βασικές ανάγκες όλων και να παρέχεται σε όλους η ευκαιρία να ικανοποιούν τις φιλοδοξίες τους για μια καλύτερη ζωή» (WCED, 1988,44).
Η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης –όπως προσδιορίζεται μέσω της έκθεσης- δεν περιορίζεται μόνο στη βιώσιμη χρήση των φυσικών πόρων, αλλά επεκτείνεται και σε οικονομικοπολιτικούς παράγοντες, ενώ παράλληλα αναγνωρίζει την ανάγκη για ανάληψη δράσης σε διεθνές επίπεδο, προκειμένου να καταπολεμηθεί η φτώχια και η υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Το περιβάλλον, αναδεικνύεται πλέον ως αυταξία, ως προϋπόθεση για την επιβίωση των ανθρώπινων κοινωνιών, αλλά και η κρίσιμη παράμετρος για την ανάπτυξη, ενώ εντοπίζεται η αλληλεξάρτηση μεταξύ περιβαλλοντικής υποβάθμισης, κοινωνικής ευημερίας και οικονομικής αποδοτικότητας. Η τεκμηρίωση αυτών των σχέσεων αλληλεξάρτησης περνάει μέσα από την αναγνώριση των αιτίων και συνεπειών που χαρακτηρίζουν μια σειρά φαινομένων περιβαλλοντικής υποβάθμισης και που συνιστούν ορατές απειλές για την ίδια την επιβίωση στον πλανήτη.                                                     
Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης περιλαμβάνεται σε κείμενο αρχών της Παγκόσμιας Συνδιάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (Ρίο 1992) ,της πρώτης συνόδου των ηγετών του κόσμου που εξέτασε σε βάθος τα αλληλένδετα παγκόσμια προβλήματα της περιβαλλοντικής καταστροφής και της κοινωνικο-οικονομικής υπανάπτυξης.. Στη διακήρυξη του Ρίο, την οποία υπέγραψαν 170 εκπρόσωποι κρατών, η βιώσιμη ανάπτυξη προσδιορίζεται ως «η ανάπτυξη εκείνη, η οποία πρέπει να ικανοποιεί εξίσου τις αναπτυξιακές και περιβαλλοντικές ανάγκες της παρούσας και των μελλοντικών γενιών».   Διακηρύσσεται ότι η περιβαλλοντική προστασία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αναπτυξιακής διαδικασίας. Επισημαίνεται επίσης η ανάγκη συνεργασίας της διεθνούς κοινότητας  για την προστασία του οικοσυστήματος , την επιδίωξη των ενδογενών δυνατοτήτων της βιώσιμης ανάπτυξης και την εξάλειψη της φτώχιας .Η διακήρυξη προτρέπει τα κράτη να εξαλείψουν τα μη βιώσιμα πρότυπα παραγωγής και κατανάλωσης  και να εφαρμόσουν κατάλληλες δημογραφικές πολιτικές για να πετύχουν βιώσιμη ανάπτυξη και υψηλότερη ποιότητα ζωής για όλους(Γρηγορίου κ.α ,1993).  

2.Οι νησιωτικές περιοχές ως πεδία για την προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης

  «Τα μικρά νησιωτικά συμπλέγματα αποτελούν ένα ιδιαίτερα σημαντικό χωρικό πεδίο για την προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης, καθώς, αφενός, περιλαμβάνουν πολύτιμους φυσικούς πόρους, όπως θάλασσες, παράκτιες περιοχές και πλούσια βιοποικιλότητα, αφετέρου, εξαιτίας της γεωγραφικής τους θέσης και της ιδιοσυστασίας τους, είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στην περιβαλλοντική υποβάθμιση, που μπορεί να απειλήσει ακόμη και την ίδια την ύπαρξή τους».
(Παγκόσμια Διάσκεψη Μπαρμπάντος, 1994)
Tα νησιά παρουσιάζουν σημαντικές ιδιαιτερότητες, ως προς τη δομή των ανθρώπινων και φυσικών οικοσυστημάτων και την ένταση των αλληλεπιδράσεων μεταξύ τους, οι οποίες συνεπάγονται (Κοκκώσης,2000,81):
  • Οικονομική ευθραυστότητα. Οι πεπερασμένοι φυσικοί πόροι, η απομόνωση και το μικρό μέγεθος της τοπικής αγοράς περιορίζουν τις δυνατότητες οικονομικής ανάπτυξης, δεδομένης της μη δυνατότητας δημιουργίας οικονομιών κλίμακας και εξωτερικών οικονομιών.
  • Πολιτισμική και κοινωνική ευθραυστότητα. Οι συνθήκες περιθωριοποίησης που δημιουργεί ο κατακερματισμός του νησιωτικού χώρου έχουν ως συνέπεια τα νησιά να χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη ευαισθησία στις κοινωνικο- πολιτιστικές διαταραχές.
  • Οικολογική ευαισθησία. Η απομόνωση και η απόσταση από την ηπειρωτική χώρα εξασφαλίζει μεν προστασία της βιοποικιλότητας των νησιωτικών οικοσυστημάτων, τα καθιστά δε ιδιαίτερα ανελαστικά σε οποιαδήποτε οικολογική διαταραχή.
Οι ιδιαιτερότητες αυτές, οι οποίες επιβάλλουν ισορροπία ανάμεσα στους τομείς οικονομίας, κοινωνίας και περιβάλλοντος, έρχονται σ’ αντίθεση με τα χαρακτηριστικά του κυρίαρχου οικονομικού μοντέλου ανάπτυξης. Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι η αναπτυξιακή πορεία των νησιών θα πρέπει να απαγκιστρωθεί από τη στενή οικονομική της προσέγγιση και να ενσωματώσει και τις άλλες παραμέτρους ανάπτυξης μέσω μιας συστημικής προσέγγισης των νησιών(Beller,1990).
Το γεγονός ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των νησιών (μικρό μέγεθος, περιφερειακότητα και απομόνωση, ιδιαίτερες πολιτιστικές αξίες και βιωματική ταυτότητα) έρχονται σε αντίθεση με ορισμένες από τις βασικότερες αρχές του επικρατούντος μοντέλου ανάπτυξης (εξωτερικές οικονομίες, οικονομίες κλίμακας, οικονομική αποτελεσματικότητα) είχε σαν αποτέλεσμα την περιθωριοποίηση, την εξάρτηση και την υπανάπτυξη περιοχών που είχαν γνωρίσει περιόδους μεγάλης ακμής. Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν μεταπολεμικά, παρά τα κάποια θετικά τους αποτελέσματα, δεν πέτυχαν να ανατρέψουν την κατάσταση δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια συνεχή αυτοδύναμη αναπτυξιακή διαδικασία, δεδομένου ότι βασίζονταν στις ίδιες αρχές(Σπιλάνης,1993).
Η εντατικοποίηση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στα νησιά δημιουργεί μια συνεχώς αυξανόμενη περιβαλλοντική πίεση και περιβαλλοντικά προβλήματα τοπικού χαρακτήρα ,τα οποία  αν δεν αντιμετωπιστούν, θα θέσουν σε κίνδυνο τόσο την αναπτυξιακή διαδικασία όσο και την ευημερία  των νησιωτών. Η μονομερής οπτική ανάπτυξης των νησιών δε μπορεί να αποβεί μακροχρόνια βιώσιμη. Η μονοκαλλιέργεια μιας οικονομικής δραστηριότητας, η υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων και η υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος δεν μπορεί να συνεπάγεται βιώσιμη ανάπτυξη. Απαιτείται μια διαφορετική, συστημική, θεώρηση του χώρου, η οποία θα λαμβάνει υπόψη της τις δυνατότητες και τις προοπτικές ανάπτυξης που διανοίγονται στο νέο οικονομικό χώρο, υπό τον περιορισμό της διασφάλισης δυναμικής ισορροπίας μεταξύ οικονομίας, κοινωνίας και περιβάλλοντος, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα οφέλη δεν θα είναι πρόσκαιρα. Απώτερος στόχος καθίσταται η πολύπλευρη ανάπτυξη των νησιών, η οποία θα ενσωματώνει τις αρχές της βιωσιμότητας(Γρυλάκη,2003).

3.Η εμπλοκή της κοινωνίας των πολιτών

Το περιβάλλον δεν είναι απλώς ένα θέμα με το οποίο πρέπει να ασχολούνται μόνο οι ειδικοί. Όσο πολύπλοκος, πολύμορφος και πολυδιάστατος και εάν είναι ο τομέας του περιβάλλοντος, είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι απαιτεί την πολυεπίπεδη συμμετοχή όλων των φορέων του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα που συμμετέχουν στην αναπτυξιακή διαδικασία, αλλά κυρίως την ευαισθητοποίηση, πληροφόρηση, την κινητοποίηση και ενεργό συμμετοχή των ίδιων των πολιτών (Δαούση,2000,1).Η περιβαλλοντική διακυβέρνηση αποτελεί τη βασική συνιστώσα της επίτευξης της αειφορίας και για το λόγο αυτό έχουν ενταθεί οι προσπάθειες, σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο για την εφαρμογή των αρχών της Σύμβασης  Άαρχους (πρόσβαση στην πληροφορία, συμμετοχή του κοινού και πρόσβαση στη δικαιοσύνη). Ιδιαίτερα θα πρέπει να αναληφθεί μια σοβαρή προσπάθεια ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης του κοινού, καθότι η περιβαλλοντική πληροφόρηση αποτελεί το κλειδί της συμμετοχής στη λήψη σχετικών αποφάσεων, για τις οποίες προαπαιτείται κοινωνική αποδοχή και συναίνεση(Χονδρού,2002,13).
Η ενημέρωση και ευαισθητοποίηση σε θέματα περιβάλλοντος είναι μια διαδικασία πολλών σταδίων , που ξεκινά από τη γνώση και καταλήγει στην ενεργό συμμετοχή των πολιτών και φορέων (Scoullos,2002,2,Filho,1999,34). Η ευαισθητοποίηση περιλαμβάνει τις δράσεις επικοινωνίας και κινητοποίησης ,που αποσκοπούν στο να δίνει το κοινό σημασία στην ποιότητα και στην αειφόρο διαχείριση τόσο του εγγύς όσο και του μακρινού γεωγραφικά περιβάλλοντος, να έχει επίγνωση του ευάλωτου χαρακτήρα του περιβάλλοντος και των επιπτώσεων των υποβαθμίσεων αυτού, επίγνωση των πολύπλοκων περιβαλλοντικών φαινομένων και των μεταξύ τους διασυνδέσεων. Η ευαισθητοποίηση  είναι η πρώτη βαθμίδα αφύπνισης προς την περιβαλλοντική συνειδητοποίηση και υπευθυνότητα.  Η ευκολία πρόσβασης στην περιβαλλοντική πληροφορία, η δυνατότητα ελέγχου, η γρήγορη και επίκαιρη ενημέρωση για αποτελέσματα ελέγχου είναι ορισμένες από τις προϋποθέσεις που πρέπει να εξασφαλίζονται για την επίτευξη των στόχων του ευρωπαϊκού και εθνικού θεσμικού πλαισίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι στόχος της χώρας μας για την περίοδο 2007 – 2013 είναι η ενίσχυση της περιβαλλοντικής συνείδησης, επαγρύπνησης, ενημέρωσης και συμμετοχής των πολιτών και φορέων, κρατικών και μη, η ενίσχυση στην ανάληψη δράσεων περιβαλλοντικού χαρακτήρα και η βελτίωση των δυνατοτήτων πρόσβασης στην περιβαλλοντική πληροφορία (YΠΕΧΩΔΕ,2005,6)
Η συμμετοχή είναι η - υπό διάφορες μορφές - ανάληψη δράσης από τους κατοίκους, είτε σημειακά, είτε μακροπρόθεσμα. 'Όπως και η πληροφόρηση/ ευαισθητοποίηση, έτσι και η συμμετοχή των πολιτών οφείλουν να είναι νομικά κατοχυρωμένες και να αποτελούν μέρος του επίσημου πολιτειακού θεσμικού πλαισίου: μέσω θεσμικά κατοχυρωμένων διαδικασιών διαβούλευσης του δημόσιου τομέα με το κοινό ή μέσω της συμμετοχής του πολίτη σε όργανα μελέτης ή λήψης αποφάσεων. Η συμμετοχή των κατοίκων στην προστασία του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων ενέχει επίσης και μια άτυπη πτυχή, όπως είναι παραδείγματος χάριν η υιοθέτηση προσωπικής και καθημερινής στάσης ευνοϊκής προς την αειφόρο διαχείριση του περιβάλλοντος (ΚΕΠΕΜΕΠ,2006).
Η συμμετοχή των πολιτών στις αποφάσεις που αφορούν την κοινότητά τους, στο πλαίσιο εφαρμογής Τοπικών Ατζέντα 21, αποτελεί εχέγγυο δημοκρατικότητας και διασφαλίζει ότι οι αποφάσεις ,οι οποίες λαμβάνονται ,αποτελούν προϊόν συναίνεσης και άρα είναι υλοποιήσιμες. Η  συμμετοχική διαδικασία δεν έχει στόχο μόνο να πληροφορήσει τους πολίτες ,αλλά και να τους καταστήσει κοινωνούς της λύσης(Buchingham,1999,9)σύμφωνα με το σχήμα:
1.Παροχή περιβαλλοντικών στοιχείων
ê
2. Περιβαλλοντική πληροφόρηση
ê
3. Περιβαλλοντική αφύπνιση
ê
4.   Κατανόηση της σχέσης αιτίου -  αποτελέσματος
των περιβαλλοντικών προβλημάτων
ê
5. Περιβαλλοντική εκπαίδευση
ê
6. Περιβαλλοντική δράση

ΣΧΗΜΑ 1.Από τη γνώση στην ενεργό συμμετοχή .
Πηγή : Buchingham S.(1999) Constructing local environmental agenda , 34

4.Η συμβολή της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης

Η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση(Π.Ε) ορίζεται ως « μία διαδικασία διαμόρφωσης ενός παγκόσμιου πληθυσμού , που να είναι ενήμερος και να ενδιαφέρεται για το περιβάλλον και τα προβλήματά του και να έχει τη γνώση, τις δεξιότητες , τις στάσεις και τη διάθεση να εργάζεται ατομικά και συλλογικά για την επίλυση τρεχόντων περιβαλλοντικών προβλημάτων»(ορισμός Διεθνούς Διάσκεψης  της Τιφλίδας, 1977 ).
Η διαδικασία αυτή αναφέρεται σε όλες τις ηλικίες του πληθυσμού και σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης. Ενώ ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 έχει εισαχθεί στα εκπαιδευτικά συστήματα μιας σειράς χωρών , η Π.Ε. εξ ορισμού ( μιας και η εκπαίδευση είναι ευρύτερη έννοια από το εκπαιδευτικό σύστημα ) υπερβαίνει το στενό πλαίσιο του επίσημου εκπαιδευτικού συστήματος και απευθύνεται στο ευρύ κοινό , με στόχο την ανάπτυξη μιας υπεύθυνης περιβαλλοντικής συνείδησης.
Η άτυπη περιβαλλοντική εκπαίδευση διαφορίζεται από την τυπική και τη μη – τυπική , όσον αφορά στο είδος του κοινού που απευθύνεται, στη μέθοδο που χρησιμοποιεί και στο χώρο που εφαρμόζεται. Δεν απευθύνεται καταρχήν σε καθορισμένο ηλικιακά / μορφωτικά κοινό , δεν περιορίζεται χρονικά ( μιας και συνιστά μορφή δια βίου εκπαίδευσης ) , και δεν αποτελεί οργανωμένη διαδικασία μάθησης. Πρόκειται για μία ασυνεχή διαδικασία , η οποία γίνεται αποδεκτή από το ευρύ κοινό με τη δική του συγκατάθεση και όχι σε υποχρεωτική βάση ( Σκαναβή , 2004  , 116 -117 ).
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα η ανάπτυξη της Π.Ε δεν διασταυρώθηκε με προϋπάρχουσες ριζοσπαστικές εκπαιδευτικές κινήσεις. (Παπαδημητρίου, 2004, 61), ενώ η επιρροή του εγχώριου «οιονεί» πράσινου κινήματος (Δεμερτζής, 1993, 76) ήταν αμελητέα. Παρόλα αυτά δεν έλειψε το ενδιαφέρον ανήσυχων και ευαίσθητων εκπαιδευτικών που πίστευαν σ΄ ένα σχολείο ανοιχτό στην κοινωνία, το οποίο θα ξεφεύγει από τις ασφυκτικές δομές της ελληνικής εκπαιδευτικής πραγματικότητας.
     Το ΥΠΕΠΘ από την πλευρά του, ευθυγραμμιζόμενο με τα εκπαιδευτικά συστήματα άλλων χωρών, δημιούργησε-έστω και καθυστερημένα- τις προϋποθέσεις για την εισαγωγή της Π.Ε στο αναλυτικό πρόγραμμα. Η Π.Ε  προχώρησε στη φάση της πειραματικής εφαρμογής  εθελοντικών προγραμμάτων στα σχολεία (1982-1986), ενώ το 1987  δοκιμάστηκε πιλοτικά ο θεσμός των υπεύθυνων Π.Ε, ο οποίος καθιερώθηκε το 1990. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας το ΄80, μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών εμπλέκονται στην εφαρμογή προγραμμάτων Π.Ε, παρόλο που διαπιστώνεται σύγχυση στη θεματολογία και ανεπάρκεια στην επιμόρφωση και το εκπαιδευτικό υλικό. Το 1989 διατυπώνεται η επίσημη θέση του ΥΠΕΠΘ για την Π.Ε, ενώ με το νόμο 1982/90, θεσμοθετείται η Π.Ε. Η δεκαετία του ΄90 χαρακτηρίζεται από τον κεντρικά
οργανωμένο σχεδιασμό του ΥΠΕΠΘ που αφορά στην ανάπτυξη και υποστήριξη σχολικών προγραμμάτων, στην ίδρυση
και λειτουργία Κέντρων Π.Ε ανά την επικράτεια , στην  επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, στη δημιουργία εκπαιδευτικού υλικού, στην ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής θεματολογίας στο αναλυτικό πρόγραμμα και στην ανάπτυξη περιφερειακών εθνικών και διεθνών θεματικών δικτύων Π.Ε (π.χ «Οικολογικά σχολεία», «Χρυσοπράσινο φύλλο», κ.α).
     Μετά από μια δεκαπενταετία εφαρμογής προγραμμάτων Π.Ε στη χώρα μας, αυτή παραμένει στο περιθώριο του σχολικού προγράμματος (Γεωργόπουλος, 2003, 21), ενώ η υλοποίησή της επαφίεται στις καλές προθέσεις μικρής μερίδας εκπαιδευτικών με περιβαλλοντικές ανησυχίες (Παπαδημητρίου, 2004, 78).Η ασάφεια του περιεχόμενου των προγραμμάτων Π.Ε, η υποτίμηση της διδακτικής μεθοδολογίας, οι ελλείψεις (μέσων, χρόνου και χρημάτων), η συχνά επιδερμική και τεχνοκρατική προσέγγιση των υπό εξέταση θεμάτων, η ισχνή συμμετοχή εκπαιδευτικών και μαθητών και η πρόσληψή της ως δυνατότητα για καινοτόμες παιδαγωγικές εφαρμογές, καθιστούν αναγκαίο το διάλογο για τον επανακαθορισμό της στο πλαίσιο αναμόρφωσης του εκπαιδευτικού συστήματος.
Στα χρόνια που ακολούθησαν η σύνδεση της Π.Ε με τη «βιώσιμη ανάπτυξη» (sustainable development) τονίζει την ανάγκη της συμφιλίωσης του περιβάλλοντος με την ανάπτυξη  (Σιούτη, 2004, 79-81) και υπογραμμίζει  το ρόλο της εκπαίδευσης
προς την κατεύθυνση αυτή. Οι διεθνείς διασκέψεις του Ρίο (1992) και της Θεσσαλονίκης (1997), σηματοδότησαν τη
μετονομασία της
Π.Ε σε «εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση των πολιτών για την αειφορία» και την υιοθέτηση μιας διαφορετικής   ατζέντας
θεμάτων (ρύπανση, κλιματική αλλαγή, βιοποικιλότητα κ.α), η οποία καθιστά την Π.Ε τμήμα μιας ευρύτερης πολιτικής
για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Ο διάλογος για τη συμβολή της Π.Ε τόσο στην αναδιάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος, όσο και στην
ευαισθητοποίηση για ζητήματα κοινωνικής/οικονομικής ανάπτυξης και περιβάλλοντος βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη.
Η ιδιαίτερα πολύτιμη κτηθείσα εμπειρία της 25ετούς εφαρμογής της Π.Ε αποτελεί οδηγό για τον επαναπροσανατολισμό της, προκειμένου ν΄ ανταποκριθεί
 στις σύγχρονες κοινωνικές επιταγές. Σε κάθε περίπτωση η  Π.Ε  δεν εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε με μονοσήμαντο
τρόπο:  συμπυκνώνει μια ετερογενή παράδοση, διαθέτει μια αυξομειούμενη δυναμική και συνιστά μια πολλαπλή δυνατότητα
για το μέλλον.

5.Διαπιστώσεις-προτάσεις για την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση στο Νότιο Αιγαίο

Με βάση την παραδοχή ότι η  Περιβαλλοντική Εκπαίδευση καθίσταται πλέον τμήμα μιας ευρύτερης πολιτικής για τη
βιώσιμη ανάπτυξη στις νησιωτικές περιοχές, διαπιστώνουμε συγκεκριμένα ότι :
}  Υφίσταται πρόβλεψη 2 υπευθύνων Π.Ε σε Κυκλάδες-Δωδεκάνησα δεδομένης της πολυνησίας και των
δυσχερειών μετακίνησης
}  Τα υφιστάμενα ΚΠΕ Κορθίου Άνδρου και Πεταλούδων Ρόδου δεν καλύπτουν τις επιμορφωτικές ανάγκες
μαθητών και εκπαιδευτικών στο Ν.Αιγαίο
}  Τα προγράμματα Π.Ε υποχρηματοδοτούνται
}  Υφίστανται δυσχέρειες συντονισμού τους λόγω του αριθμού τους και των προβλημάτων επικοινωνίας
}  Δεν καλύπτονται επαρκώς οι επιμορφωτικές ανάγκες των εκπαιδευτικών σε θέματα Π.Ε
}  Δεν υφίστανται θεματικά δίκτυα Π.Ε και εκπαιδευτικό υλικό σχετικά με ζητήματα αειφόρου ανάπτυξης των νησιών
Δεδομένου ότι :
}  Επείγει η σύνδεση τυπικής-μη τυπικής-άτυπης Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης
}  Η εκπαίδευση –πληροφόρηση πρέπει ν’ αγκαλιάσει ολόκληρη την τοπική κοινωνία και όλες τις ηλικιακές ομάδες
}  Τα ΜΜΕ καθίστανται  πολύτιμα εργαλεία , όσον αφορά στη διάδοση της περιβαλλοντικής πληροφορίας και γνώσης και συνακόλουθα στην περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση του κοινού
}  Αναγκαία είναι η σύνδεση εκπαίδευσης-συμμετοχικών διαδικασιών
Προτείνουμε συγκεκριμένα  την :
Ø  Εξέταση δυνατότητας ίδρυσης νέων ΚΠΕ στο Ν.Αιγαίο
Ø  Στροφή των ΚΠΕ στην επιμόρφωση μαθητών-εκπαιδευτικών-κοινού σε τοπικό επίπεδο
Ø  Σύνδεση τυπικής-μη τυπικής-άτυπης Π.Ε στο πλαίσιο Τοπικών Ατζέντα 21
Ø  Παραγωγή εξειδικευμένου εκπαιδευτικού υλικού (π.χ μονοπάτια, εναλλακτικές μορφές τουρισμού κ.α)
}  Κάλυψη επιμορφωτικών αναγκών και με τη χρήση νέων τεχνολογιών (τηλεδιάσκεψη)
}  Διάχυση πληροφόρησης-Ανάπτυξη ενημερωτικών ιστοσελίδων  (www.oikokyklades.blogspot.com :η ιστοσελίδα
του  Τμήματος Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Α/θμιας  Εκπ/σης Κυκλάδων )
Ø  Aνταλλαγή εμπειριών μεταξύ εκπαιδευτικών (Παγκυκλαδικές συναντήσεις Π.Ε, 1ο Μαθητικό Φεστιβάλ Κυκλάδων)
Ø  Ενίσχυση συνεργασιών με ΜΚΟ, το  Δίκτυο  ΔΑΦΝΗ, κ.α
Κλείνοντας, θεωρούμε ότι η  αειφορική  ανάπτυξη των νησιωτικών περιοχών εξαρτάται από την συντονισμένη δράση σε
 τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, κυρίως μέσω της πληροφόρησης, της ευαισθητοποίησης, της εκπαίδευσης και της
ενεργού συμμετοχής του κοινού , στο πλαίσιο συμμετοχικών διαδικασιών και ενδυνάμωσης της κοινωνίας των πολιτών.
 Είναι σαφές ότι δεν υπάρχουν έτοιμες συνταγές για την ενίσχυση της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης σε νησιωτικές
περιοχές, δεδομένου ότι μαθαίνουμε να συμμετέχουμε μόνον όταν συμμετάσχουμε. Όπως υπογράμμιζε και ο    D.Held
(2004) : «Η μουσική του μέλλοντος μπορεί να συντεθεί μόνο στην πράξη» .


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γεωργόπουλος Α., Τσαλίκη Ε.(1993), Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, Gutenberg
Γρηγορίου Π.Γ, Σαμιώτης Γ.Δ, Τσάλτας Γ.(1993)Η Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών (Rio de Janeiro) για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, Παπαζήσης.

Γρυλλάκη Σ.(2003)Ελκυστικότητα Νησιών. Η περίπτωση των Κυκλάδων. Διπλωματική διατριβή. Μυτιλήνη.
Δαούση Χ.(2000)Μεσόγειος και αειφόρος ανάπτυξη. Kέντρο Περιφερειών της Ευρωπαϊκής Μεσογείου για το Περιβάλλον.

Δεμερτζής Ν. (1993),Το πράσινο κίνημα και το πράσινο κόμμα στην Ελλάδα, Διαβάζω, τ.318
Kέντρο Περιφερειών της Ευρωπαϊκής Μεσογείου για το Περιβάλλον(ΚΕΠΕΜΕΠ)(2006)Προκαταρκτική έκθεση για το πρόγραμμα «Ευαισθητοποίηση του κοινού». Διαθέσιμη ηλεκτρονικά στη διεύθυνση:  http://www.medregio.org/

Κοκκώσης Χ., (2000), Τουριστική ανάπτυξη και φέρουσα ικανότητα στα νησιά, στο: Τσάρτας Π. (επιμέλεια), Τουριστική ανάπτυξη: Πολυεπιστημονικές προσεγγίσεις, Εξάντας, Αθήνα

Παπαδημητρίου Β. (2004),Περιβαλλοντική Εκπαίδευση και Σχολείο, Τυπωθήτω
Σιούτη Γ.(2004),Βιώσιμη ανάπτυξη και προστασία του περιβάλλοντος (Στο: Σκούρτος Μ.Σ.-Σοφούλης Κ.Μ(Επιμ.)Η περιβαλλοντική πολιτική στην Ελλάδα,Τυπωθήτω,73-85)

Σκαναβή Κ. (2004), Περιβάλλον και Κοινωνία: Μια σχέση σε αδιάκοπη εξέλιξη, Καλειδοσκόπιο
Σπιλάνης Γ., (1993)Νησιωτική Ανάπτυξη και Δίκτυα Συνεργασίας των Νησιών της
Ευρωπαϊκής Κοινότητας,TOΠΟΣ 6,σελ.5-27
ΥΠΕΧΩΔΕ(1997)Στο δρόμο για την αειφορία. Ελληνικές δράσεις για το περιβάλλον και τη βιώσιμη ανάπτυξη .AGENDA 21 – 5 χρόνια μετά το Ρίο. 
Χονδρού-Καραβασίλη Μ.(2002)Στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αειφόρο ανάπτυξη. Εθνικό Κέντρο Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης.

Beller W. and d’Ayala P. (eds), (1990), Sustainable development and environmental management of small islands. U.S. Environmental Protection Agency. Unesco.
Buchingcham-Hartfield S.-Evans B.(1996)Achieving sustainability through environmental planning.Στο: Buchingcham -Hartfield S.-Evans B.(eds) Environmental planning and sustainability, John Wiley &Sons,1-18

Filho W. (1999) Getting people  involved. Στο: Buchingcham - Hartfield S. - Percy S.(eds) Constructing local environmental agendas. Routledge,31-45

Scoullos M.J.(2002)The mediterranean experience on environmental awareness and public participation. Paper presented at the conference «Good practices on public participation for sustainable development in ASEM and greater Mekong region».Ηanoi. Vietnam
World Commission on Environment and Development (WCED) (1987) Our Common Future


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.